Κωνσταντίνος Δανόπουλος Επίκουρος καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας. Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Οι πηγές του διηγήματος «Φουραντάν» του Θανάση Βαλτινού, το οποίο δημοσιεύτηκε στη συλλογή Επείγουσα ανάγκη ελέου (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2015) και η υπόθεσή του βασίζεται σε ένα πραγματικό οικογενειακό δράμα που εκτυλίχθηκε σε κάποιο ελληνικό χωριό. Μια χήρα μάνα δηλητηριάζει την εικοσάχρονη κόρη της, επειδή έμεινε έγκυος πιθανόν από κάποιον συγγενή τους.
Στη δική μου φιλολογική πραγμάτευση, σεβόμενος τα προσωπικά δεδομένα, αποφεύγω την παράθεση των πραγματικών ονομάτων των προσώπων και των τόπων, όπως και τις παραπομπές στα σχετικά δημοσιεύματα του ημερήσιου ή ηλεκτρονικού Τύπου.
Εξάλλου και ο ίδιος ο συγγραφέας ακολουθεί την τακτική της ψευδωνυμοποίησης, για να αποσοβηθεί ο κίνδυνος της οποιαδήποτε ταυτοποίησης, κάτι που ενδεχομένως θα προκαλούσε συναισθήματα πόνου και οδύνης σε ζώντες συγγενείς. Ωστόσο, κατά βάναυσο τρόπο στο διαδίκτυο δεν τηρείται η αρχή της ολικής απόκρυψης, με αποτέλεσμα να είναι εφικτή η εξεύρεση των αληθινών στοιχείων μέσα από μια απλή έρευνα.
Ο Βαλτινός όμως αποκλίνει ουσιαστικά από την αυστηρή προσήλωση στις δημοσιογραφικές πληροφορίες που αποδεδειγμένα αντλεί από το ιστορικό αρχείο των εφημερίδων του Βήματος και των Νέων. Ο συγγραφέας στο διήγημά του απεικονίζει την ψυχική περιπέτεια και σύγχυση μιας μάνας η οποία επιχειρεί να «διορθώσει» το παραπάνω πρόβλημα, σκοτώνοντας το παιδί της και τον κοινωνικά «επικίνδυνο» καρπό που έφερε μέσα της.
Ο πεζογράφος θεωρεί ότι η τιμωρία της εγκυμονούσας, όπως αυτή συντελείται στην πραγματικότητα, είναι μονομερής και άδικη, και γι’ αυτό αναλαμβάνει σε μυθοπλαστικό επίπεδο να τροποποιήσει τα δεδομένα και να αποδώσει δικαιοσύνη, ονοματίζοντας τον ένοχο κατά την κατάθεση της μάνας στον ανακριτή.
Ο Βαλτινός αποκτά ελευθερίες σε σχέση με την πηγή του, κρατώντας σταθερό τον αρχικό πυρήνα της ιστορίας του κι αφήνοντας το τέλος ανοιχτό, προκειμένου να δημιουργήσει την αίσθηση ότι στη συνέχεια θα φωτιστεί ακόμη περισσότερο η παραβατικότητα με τις αθέατες πτυχές της.
Αποφεύγει τους σκοπέλους της εύκολης δραματοποίησης ή της προσθήκης περιγραφών των ηθών κι εθίμων της ελληνικής υπαίθρου, για να μη διολισθήσει σε ένα είδος παρωχημένης νατουραλιστικής ηθογραφίας. Οι εκφραστικοί του τρόποι έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, οι οποίες υιοθετούν δημοσιογραφικά κλισέ και λογοτεχνίζον ύφος, εκπίπτοντας στην ηθικολογία, στον διδακτισμό και σε έναν επίπλαστο συναισθηματισμό.
Και για να συνοψίσουμε, θα λέγαμε ότι το επίκαιρο ρεπορτάζ προσφέρει την πρώτη ορυκτή ύλη προκειμένου να ενημερώσει για ένα κοινωνικό γεγονός ή ακόμα και να το καταστήσει ευπώλητο. Αυτός ο πλατειασμός και η μεγέθυνση των πληροφοριών, βρίσκεται στον αντίποδα της λογοτεχνίας, γι’ αυτό και ο Βαλτινός προκρίνει τη σφιχτή και μετρημένη παρουσίαση του θέματος, προκειμένου η δική του πραγμάτευση να επισυμβεί μέσα στα αισθητικά πλαίσια ενός λογοτεχνικού κειμένου και να αποκτήσει εν τέλει άλλη φόρτιση και δραστικότητα.