Διονύσης Γούτσος, Kαθηγητής Γλωσσολογίας. Τμήμα Φιλολογίας Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Πώς μιλούσαμε και πώς γράφαμε στα ελληνικά σε όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα;
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό συνήθως αναφερόμαστε στην αντίθεση δημοτικής-καθαρεύουσας, που έχει σφραγίσει την ιστορία της γλώσσας μας πριν από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους έως και τη μεταπολίτευση.
Ωστόσο, πέρα από αυτή την αδρομερή αντιπαράθεση και την ιδεολογική διαμάχη με την οποία συνδέθηκε (Χαραλαμπάκης 2019), λίγα γνωρίζουμε για το τι πραγματικά έκαναν οι ομιλητές/ομιλήτριες της ελληνικής σε συγκεκριμένες επικοινωνιακές περιστάσεις.
Η έρευνα στη γλωσσική αλλαγή που αφορά το πρόσφατο παρελθόν πραγματοποιείται πλέον στο πλαίσιο της γλωσσολογίας σωμάτων κειμένων, του πεδίου που αναλύει μεγάλο όγκο γλωσσικών δεδομένων για να διερευνήσει γλωσσικές και πολιτισμικές αλλαγές.
Για τα ελληνικά διαθέτουμε το Διαχρονικό Σώμα Ελληνικών Κειμένων του 20ού αιώνα, το οποίο περιλαμβάνει δεδομένα από κειμενικά είδη όπως ομιλίες, ακαδημαϊκά κείμενα, λογοτεχνία, διαλόγους ταινιών, κινηματογραφικά επίκαιρα, επιστολές κ.ά.
Σε αυτό το σώμα κειμένων έχει διαπιστωθεί ότι στον εικοστό αιώνα υπήρξαν από άκρως συντηρητικές έως νεωτερικές γλωσσικές επιλογές, αλλά και κείμενα με ανάμεικτα στοιχεία, που μετατοπίζονται σταδιακά προς τη γλώσσα που μιλάμε σήμερα (Fragaki & Goutsos 2018, 2022).
Από την εικόνα αυτή λείπει ένα σημαντικό κομμάτι που αφορά τον δημοσιογραφικό λόγο, καθώς σχετικά αρχεία δεν ήταν προσβάσιμα ή διαθέσιμα για σκοπούς επιστημονικής έρευνας.
Το Ιστορικό Αρχείο των εφημερίδων «ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ» προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να επεκταθεί η έρευνα στον δημοσιογραφικό λόγο του εικοστού αιώνα, παρέχοντας πολύτιμα στοιχεία για την πρόσφατη κειμενική ιστορία της ελληνικής.
Στην παρούσα ανακοίνωση αναλύεται ένα σώμα κειμένων περίπου 350.000 λέξεων από το «Ελεύθερον Βήμα» και το «Βήμα» (1922-1989) με σκοπό να συγκριθεί ο λόγος των εφημερίδων με εκείνον των κειμενικών ειδών που έχουν ήδη μελετηθεί.
Τα ευρήματα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και υπογραμμίζουν την ανάγκη για περισσότερα αρχεία ανοιχτά στην ακαδημαϊκή έρευνα, και ιδιαίτερα με μηχανοαναγνώσιμα κείμενα αντί για απλές ψηφιοποιήσεις με τη μορφή εικόνας.